Ο Μύθος
Ο μεγάλος Προεστός που εδρεύει στην Αίθουσα Συμβουλίου του Κυρίου, μίλησε στο Δάσκαλο που καθόταν δίπλα του:
“Πού είναι ο υιός του ανθρώπου που είναι υιός του Θεού; Πώς ζει; Ποιες δοκιμασίες πέρασε και με ποια υπηρεσία ασχολείται τώρα;”
Ο Δάσκαλος ρίχνοντας τα μάτια του στον υιό του ανθρώπου που είναι υιός του Θεού, είπε:
“Τίποτε προς το παρόν, μεγάλε Προεστέ. Η τρίτη μεγάλη δοκιμασία δίδαξε πολλά σ’ ένα μαθητή σαν κι αυτόν.
Στοχάζεται και συλλογίζεται”.
“Δώσε μια δοκιμασία που θα απαιτήσει την πιο σοφή εκλογή του. Στείλε τον να εργασθεί σ’ ένα πεδίο όπου πρέπει ν’ αποφασίσει ποια φωνή απ’ όλες τις πολλές φωνές θα προκαλέσει την υπακοή της καρδιάς του.
Δώσε επίσης μια πολύ απλή δοκιμασία στο εξωτερικό πεδίο, αλλά μια δοκιμασία που θ’ αφυπνίσει - στην εσώτερη πλευρά της ζωής- ολόκληρη τη σοφία του και τη δύναμή του να διαλέγει ορθά.
Ας προχωρήσει στην τέταρτη δοκιμασία.”
Ο Ηρακλής στάθηκε μπροστά στην τέταρτη μεγάλη Πύλη· ένας υιός του ανθρώπου αλλά κι ένας υιός του Θεού.
Στην αρχή υπήρχε βαθιά σιωπή. Δεν άρθρωσε καμιά λέξη ούτε έκανε κάποιο θόρυβο.
Πέρα από την Πύλη απλωνόταν το τοπίο με καθαρές γραμμές και στο μακρινό ορίζοντα ορθωνόταν ο Ναός του Κυρίου, το ιερό του Θεού Ηλίου, με επάλξεις που λαμποκοπούσαν.
Σ’ έναν κοντινό λόφο στεκόταν ένα λυγερό ελαφάκι.
Ο Ηρακλής που είναι υιός του ανθρώπου αλλά και υιός του Θεού, παρατηρούσε και πρόσεχε, όταν ακούστηκε μια φωνή.
Η φωνή ήρθε απ’ το λαμπρό κύκλο της σελήνης που είναι η κατοικία της Άρτεμης. Και η ωραία Άρτεμη είπε λόγια προειδοποίησης στον υιό του ανθρώπου.
“Η ελαφίνα είναι δική μου, γι`αυτό μην την αγγίζεις”, είπε.
“Για πολλά χρόνια την ανέθρεφα και την περιποιόμουν όταν ήταν μικρή. Η ελαφίνα είναι δική μου και πρέπει να μείνει δική μου.”
Έπειτα φάνηκε η Διάνα, η κυνηγός των ουρανών, η κόρη του ηλίου. Πηδώντας με σανδάλια στα πόδια προς την ελαφίνα, ισχυρίσθηκε ότι είναι δική της.
“Δεν είναι έτσι”, είπε, “ωραία Άρτεμη· η ελαφίνα είναι δική μου και πρέπει να μείνει δική μου. Μέχρι σήμερα ήταν πολύ μικρή, τώρα μπορεί να είναι χρήσιμη. Η χρυσοκέρατη ελαφίνα είναι δική μου, όχι δική σου και θα μείνει δική μου.”
Ο Ηρακλής στέκοντας ανάμεσα στις δύο στήλες της Πύλης, άκουγε και παρακολουθούσε τον καυγά, απορώντας που οι δύο κόρες διεκδικούσαν την κατοχή της ελαφίνας.
Μια άλλη φωνή ήχησε στο αυτί του και με επιτακτικό τόνο είπε: “Η ελαφίνα δεν ανήκει σε καμιά κόρη, Ηρακλή, αλλά στο Θεό του οποίου το ιερό βλέπεις στο μακρινό βουνό.
Πήγαινε σώσε την και φέρε την στην ασφάλεια του ιερού και άφησέ την εκεί.
Ένα απλό πράγμα θα κάνεις, υιέ του ανθρώπου, όμως αφού είσαι υιός του Θεού, μπορείς να κυνηγήσεις και να κρατήσεις την ελαφίνα. Πήγαινε.”
Ο Ηρακλής πήδηξε απ’ την τέταρτη Πύλη, αφήνοντας πίσω του τα πολλά δώρα που πήρε για να μη τον εμποδίζουν στο γρήγορο κυνήγι.
Από μακριά τον παρακολουθούσαν οι διαπληκτιζόμενες κόρες και με την κατάλληλη αφορμή καθεμιά παραπλανούσε τον Ηρακλή, επιδιώκοντας να ματαιώσει τις προσπάθειές του. Κυνηγούσε την ελαφίνα από σημείο σε σημείο και καθεμιά με πανουργία τον εξαπατούσε. Κι αυτό το έκαναν συνεχώς.
Έτσι για έναν ολόκληρο χρόνο ο υιός του ανθρώπου που είναι υιός του Θεού ακολουθούσε την ελαφίνα από τόπο σε τόπο, πιάνοντας φευγαλέα τη μορφή της, μόνο για ν’ ανακαλύψει ότι με γρηγοράδα χανόταν στα πυκνά δάση.
Από λόφο σε λόφο και από δάσος σε δάσος την κυνήγησε ώσπου κοντά σε μια ήσυχη λιμνούλα την είδε ξαπλωμένη πάνω στην απάτητη χλόη να κοιμάται, αποκαμωμένη από το τρέξιμο.
Με αθόρυβο βήμα, με τεντωμένο χέρι και με σταθερό μάτι έστειλε ένα βέλος στην ελαφίνα και την πλήγωσε στο πόδι. Με όλη του τη δύναμη σύρθηκε κοντά κι όμως η ελαφίνα δεν κουνήθηκε. Σύρθηκε πιο κοντά και την αγκάλιασε, σφίγγοντάς την πάνω στην καρδιά του. Η Άρτεμη και η ωραία Διάνα παρακολουθούσαν.
“Η έρευνα τελείωσε”, έψαλλε δυνατά.
“Οδηγήθηκα στο σκοτάδι του βορρά και δε βρήκα την ελαφίνα. Στα βαθιά σκοτεινά δάση άνοιξα το δρόμο μου αλλά δε βρήκα την ελαφίνα· και σε ζοφερές πεδιάδες και άγριες ερημιές αγωνίσθηκα για την ελαφίνα, όμως δεν τη βρήκα.
Σε κάθε σημείο που έφθανα, οι κόρες έστρεφαν τα βήματά μου, όμως επέμεινα και τώρα η ελαφίνα είναι δική μου! Η ελαφίνα είναι δική μου!”
“Όχι έτσι Ηρακλή”, ήρθε στα αυτιά του η φωνή εκείνου που στέκει κοντά στο μεγάλο Προεστό μέσα στην Αίθουσα Συμβουλίου του Κυρίου.
“Η λαφίνα δεν ανήκει στον υιό του ανθρώπου έστω κι αν είναι υιός του Θεού.
Φέρε την ελαφίνα στο μακρινό ιερό όπου κατοικούν οι υιοί του Θεού κι άφησέ την εκεί μαζί τους.”
“Γιατί, σοφέ Δάσκαλε; Η ελαφίνα είναι δική μου· δική μου από μακρά αναζήτηση και περιπλάνηση και δική μου γιατί την κρατώ κοντά στην καρδιά μου.”
“Μήπως δεν είσαι υιός του Θεού, αν και είσαι υιός του ανθρώπου;
Μήπως δεν είναι το ιερό και δική σου κατοικία;
Μήπως δε μοιράζεσαι τη ζωή όλων όσων κατοικούν εκεί;
Φέρε στο ιερό του Θεού την ιερή ελαφίνα και άφησέ την εκεί, υιέ του Θεού.”
Τότε ο Ηρακλής έφερε την ελαφίνα στο άγιο ιερό των Μυκηνών, τη μετέφερε στο κέντρο του ιερού τόπου και την άφησε εκεί.
Kαθώς την άφηνε μπροστά στον Κύριο, παρατήρησε στο πόδι της την πληγή που έκανε ένα δικό του βέλος από το τόξο που είχε χρησιμοποιήσει.
Η ελαφίνα του ανήκε με το δικαίωμα της έρευνάς του. Η ελαφίνα του ανήκε χάρη στην επιδεξιότητα και την παληκαριά του.
“Γι` αυτό η ελαφίνα είναι διπλά δική μου”, φώναξε.
Η Άρτεμη όμως, καθισμένη στην εξωτερική αυλή του ιερότατου τόπου, άκουσε τη δυνατή νικητήρια φωνή του και είπε:
“Δεν είναι έτσι. Η ελαφίνα είναι δική μου και πάντα ήταν δική μου. Είδα τη μορφή της να καθρεφτίζεται στα νερά· άκουσα τα βήματά της στους δρόμους της γης· ξέρω ότι η ελαφίνα είναι δική μου, γιατί κάθε μορφή είναι δική μου”.
Ο Θεός-Ήλιος μίλησε από τον ιερό τόπο. “Η ελαφίνα είναι δική μου, όχι δική σου Άρτεμη. Το πνεύμα της αναπαύεται μαζί μου για όλη την αιωνιότητα, εδώ στο κέντρο του σεπτού ιερού.
Δεν μπορείς να μπεις εδώ Άρτεμη, αλλά μάθε ότι λέω την αλήθεια. Η Διάνα, η ωραία κυνηγός του Κυρίου, μπορεί να μπει για λίγο και να σου πει τι βλέπει.”
Για μια σύντομη στιγμή η κυνηγός του Κυρίου πέρασε στο ιερό και είδε τη μορφή εκείνου που ήταν η ελαφίνα, να κείτεται μπροστά στο βωμό σαν πεθαμένη. Και με λύπη είπε:
“Αν όμως το πνεύμα της αναπαύεται μαζί σου, μεγάλε Απόλλωνα, ευγενικέ υιέ του Θεού, τότε μάθε ότι η ελαφίνα είναι νεκρή. Η ελαφίνα σκοτώθηκε απ’ τον άνθρωπο που είναι υιός του ανθρώπου, έστω κι αν είναι υιός του Θεού.
Γιατί αυτός μπορεί να μπει στο ιερό κι εμείς να περιμένουμε την ελαφίνα εδώ έξω;”
“Γιατί κουβάλησε την ελαφίνα στην αγκαλιά του, κοντά στην καρδιά του και η ελαφίνα αναπαύεται στον ιερό τόπο, όπως κι ο άνθρωπος.
Όλοι οι άνθρωποι είναι δικοί μου. Και η ελαφίνα είναι δική μου, ούτε δική σου, ούτε του ανθρώπου, αλλά δική μου.”
Και ο Ηρακλής γυρίζοντας από τη δοκιμασία, πέρασε πάλι απ’ την Πύλη και βρήκε το δρόμο του πίσω στο δάσκαλο της ζωής του.
“Εκπλήρωσα το χρέος που μου ανέθεσε ο μεγάλος Προεστός. Ήταν απλό, εκτός από το μάκρος του χρόνου και την κούραση της έρευνας.
Δεν άκουσα εκείνους που διεκδικούσαν, ούτε λάθεψα στο Δρόμο. Η ελαφίνα είναι στον ιερό τόπο κοντά στην καρδιά του Θεού και επίσης σε ώρα ανάγκης κοντά στη δική μου καρδιά.”
“Πήγαινε να δείς, Ηρακλή γιέ μου, απ’ τις στήλες της Πύλης.” Ο Ηρακλής υπάκουσε.
Πέρα απ’ την Πύλη απλωνόταν το τοπίο με καθαρές γραμμές και στο μακρινό ορίζοντα ορθωνόταν ο Ναός του Κυρίου, το ιερό του Θεού Ηλίου, με επάλξεις που λαμποκοπούσαν, ενώ σ’ ένα κοντινό λόφο στεκόταν ένα λυγερό ελαφάκι.
“Εκτέλεσα το έργο, σοφέ μου Δάσκαλε; Το ελαφάκι είναι πίσω στο λόφο όπου το είδα πρωτύτερα να στέκει.”
Και από την Αίθουσα Συμβουλίου του Κυρίου, όπου κάθεται ο μεγάλος Προεστός, ήρθε μια φωνή:
“Όλοι οι υιοί των ανθρώπων που είναι υιοί του Θεού πρέπει συνεχώς να ψάχνουν για το ελαφάκι με τα χρυσά κέρατα και να το φέρνουν στον ιερό τόπο· ξανά και ξανά”.
Τότε ο Δάσκαλος είπε στον υιό του ανθρώπου που είναι υιός του Θεού:
“Ο τέταρτος άθλος τελείωσε και από τη φύση της δοκιμασίας και απ’ τη φύση της ελαφίνας η έρευνα πρέπει να είναι συχνή. Μην το ξεχνάς και σκέψου το μάθημα που έμαθες.”
Ο ΘΙΒΕΤΑΝΟΣ
ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΑΘΛΟΥ
Είδαμε ότι η ελαφίνα την οποία έψαχνε ο Ηρακλής, ήταν αφιερωμένη στην Άρτεμη, τη σελήνη, αλλά τη διεκδικούσε και η Διάνα, η κυνηγός των ουρανών και ο Απόλλων, ο ηλιακός θεός.
Ένα από τα πράγματα που συχνά λησμονούν οι σπουδαστές της ψυχολογίας και όσοι εξερευνούν την ανελισσόμενη συνείδηση του ανθρώπου, είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σαφείς διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων όψεων της φύσης του ανθρώπου, αλλά ότι όλες είναι φάσεις μιας πραγματικότητας.
Οι λέξεις ένστικτο, διανόηση και ενόραση δεν είναι παρά διάφορες όψεις της συνείδησης και της ανταπόκρισης στο περιβάλλον και στον κόσμο στον οποίο βρίσκεται το ανθρώπινο ον.
Ο άνθρωπος είναι ζώο και μαζί με τα ζώα κατέχει την ποιότητα του ενστίκτου και της ενστικτώδους ανταπόκρισης στο περιβάλλον του.
Ένστικτο είναι η συνείδηση της μορφής και της κυτταρικής ζωής, ο τρόπος επίγνωσης της μορφής και γι` αυτό η Άρτεμη, η σελήνη, που κυβερνά τη μορφή, διεκδικεί την ιερή ελαφίνα.
Στον τόπο της το ζωώδες ένστικτο είναι τόσο θείο όσο και οι άλλες ποιότητες τις οποίες θεωρούμε αυστηρότερα πνευματικές.
Όμως ο άνθρωπος είναι και ανθρώπινο ον
- είναι λογικός
- μπορεί ν’ αναλύει,
- να κριτικάρει και
- κατέχει εκείνο το κάτι που αποκαλούμε νου και
- εκείνη την ικανότητα της διανοητικής σύλληψης και ανταπόκρισης, που τον διαφοροποιεί από το ζώο, που του διανοίγει ένα νέο πεδίο επίγνωσης, αλλά η οποία δεν είναι παρά επέκταση του ανταποκριτικού του μηχανισμού και η ανάπτυξη του ενστίκτου σε διανόηση.
Με το ένστικτο αποκτά επίγνωση του κόσμου των φυσικών επαφών καιτων συναισθηματικών συνθηκών.
Με τη διανόηση αποκτά επίγνωση του κόσμου της σκέψης και των ιδεών και έτσι είναι ένα ανθρώπινο ον.
Όταν φτάσει αυτό το στάδιο της νοήμονος και ενστικτώδους επίγνωσης, τότε ο “Ευρυσθέας” του υποδεικνύει ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος του οποίου μπορεί ν’ αποκτήσει εξίσου επίγνωση, αλλά ο οποίος έχει τη δική του μέθοδο επαφής και το δικό του μηχανισμό ανταπόκρισης.
Η Διάνα, η κυνηγός, διεκδικούσε την ελαφίνα, γιατί γι’ αυτή η ελαφίνα είναι η διανόηση και ο άνθρωπος είναι ο μεγάλος αναζητητής, ο μεγάλος κυνηγός ενώπιον του Κυρίου.
Αλλά η ελαφίνα είχε μια άλλη και πιο άπιαστη μορφή και αυτή έψαχνε ο Ηρακλής, ο ζηλωτής.
Μας λένε ότι κυνηγούσε για έναν κύκλο ζωής.
Δεν ήταν η ελαφίνα, το ένστικτο, που αναζητούσε· δεν ήταν η ελαφίνα, η διανόηση, το αντικείμενο της έρευνάς του.
Ήταν κάτι άλλο και γι’ αυτό δαπάνησε έναν κύκλο ζωής, κυνηγώντας.
Τέλος διαβάζουμε ότι την έπιασε και την έφερε στο ναό, όπου τη διεκδικούσε ο ηλιακός θεός ο οποίος
στην ελαφίνα αναγνώριζε την πνευματική ενόραση,
αυτή τη διεύρυνση της συνείδησης,
αυτή την πολύ αναπτυγμένη αίσθηση επίγνωσης
που δίνει στο μαθητή ένα όραμα νέων πεδίων επαφής και
του διανοίγει ένα νέο κόσμο ύπαρξης.
Μας λένε ότι η διαμάχη συνεχίζεται ακόμη μεταξύ του Απόλλωνα, του ηλιακού θεού, που γνώριζε ότι η ελαφίνα ήταν η ενόραση, της Διάνας, της κυνηγού των ουρανών, που γνώριζε ότι ήταν διανόηση και της Άρτεμης, της σελήνης, που νόμιζε ότι ήταν μόνο ένστικτο.
Και οι δύο διεκδικήτριες θεές είχαν κάποιο δίκιο και το πρόβλημα όλων των μαθητών είναι να χρησιμοποιούν το ένστικτο σωστά, στην ορθή του θέση και με τον αρμόζοντα τρόπο.
Πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί τη διανόηση υπό την επιρροή της Διάνας, της κυνηγού, της κόρης του ηλίου και
μέσω της διανόησης να έρχεται σε επικοινωνία με τον κόσμο των ανθρώπινων ιδεών και αναζητήσεων.
Πρέπει να μάθει να μεταφέρει τη διανόηση στο ναό του Κυρίου και εκεί να τη δει να μετουσιώνεται σε ενόραση και μέσω της ενόρασης ν’ αποκτήσει επίγνωση των πραγμάτων του πνεύματος και εκείνων των πνευματικών πραγματικοτήτων τις οποίες ούτε το ένστικτο ούτε η διανόηση μπορούν να του αποκαλύψουν.
Ο Ευρυσθέας έστειλε τον Ηρακλή να συλλάβει τη χρυσοκέρατη ελαφίνα της Κυρήνειας.
Η “ελαφίνα” σημαίνει “αυτό που πρέπει να συλληφθεί”, με άλλα λόγια αυτό που είναι άπιαστο και δύσκολο να εξασφαλισθεί.
Αυτή είναι μια από τις πιο μικρές ιστορίες, αλλά μολονότι μας λέγονται πολύ λίγα, ο άθλος αυτός όταν εξετασθεί προσεκτικά, παρουσιάζει βαθύ και μεγάλο ενδιαφέρον και συνιστά ένα μάθημα με βαθιά σημασία.
Δεν υπάρχει επιτυχία για το ζηλωτή μέχρι να μετουσιώσει το ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΣΕ ΕΝΟΡΑΣΗ,
ούτε υπάρχει σωστή χρήση της ΔΙΑΝΟΗΣΗΣ μέχρι να έλθει σε δράση η ενόραση που
διερμηνεύει κι επεκτείνει τη διανόηση και φέρνει την αντίληψη.
Τότε το ένστικτο υποτάσσεται και στις δύο.
(Και πολλές φορές οι υιοί των ανθρώπων που είναι επίσης υιοί του Θεού, πρέπει να επανακτήσουν τις πνευματικές αυτές πραγματικότητες πάνω στον ατέλειωτο Δρόμο.)
Ποιότητες του Ζωδίου
Ο Καρκίνος μας λένε οι Αρχαίοι Έλληνες ότι στάλθηκε από την Ήρα να δαγκώσει το πόδι του Ηρακλή.
Είναι ένας ενδιαφέρων τρόπος έκφρασης των ευθυνών της διαδικασίας ενσάρκωσης και της απεικόνισης των εμποδίων που περιστοιχίζουν την ψυχή καθώς πορεύεται στην ατραπό της εξέλιξης.
Συμβολίζει τους περιορισμούς κάθε φυσικής ενσάρκωσης, γιατί ο Καρκίνος είναι μια απ’ τις δύο μεγάλες πύλες του ζωδιακού.
Είναι η πύλη προς τον κόσμο των μορφών, στη φυσική ενσάρκωση και το ζώδιο όπου η δυαδικότητα της μορφής και της ψυχής ενοποιείται στο φυσικό σώμα.
Είναι “η πύλη που στέκει ορθάνοιχτη, πλατιά κι εύκολη να τη διαβείς, όμως οδηγεί στον τόπο του θανάτου και σ’ εκείνη τη μακρόχρονη φυλάκιση που προηγείται της τελικής εξέγερσης”.
Σχετίζεται με την υλική φύση και με τη μητέρα των μορφών, όπως η άλλη πύλη, ο Αιγόκερω σχετίζεται με το πνεύμα, το πατέρα όλων όσων ΕΙΝΑΙ.
Η μια είναι η πύλη προς τη μορφική ζωή και η άλλη προς την πνευματική ζωή· η μια ανοίγει τη θύρα στη μαζική μορφή της ανθρώπινης οικογένειας και η άλλη στην κατάσταση της παγκόσμιας συνείδησης, που είναι το βασίλειο του πνεύματος.
Η μια σημαδεύει την απαρχή της ανθρώπινης εμπειρίας στο φυσικό πεδίο, η άλλη σημαδεύει την κορύφωσή της.
Η μια υποδηλώνει δυνητικότητα και η άλλη επιστέγασμα.
Λέγεται ότι ο Χριστός έδωσε στον Άγιο Πέτρο τα κλειδιά του ουρανού και της γης· του έδωσε συνεπώς τα κλειδιά των δύο αυτών πυλών. Διαβάζουμε:
“Ο Ιησούς δίνει στον Πέτρο… τα κλειδιά των δύο κύριων πυλών του ζωδιακού, που είναι τα δύο ηλιοστάσια, τα ζωδιακά σημεία του Καρκίνου και του Αιγόκερω, που ονομάζονται οι πύλες του ηλίου.
Δια του Καρκίνου ή της ‘πύλης του ανθρώπου’ η ψυχή κατέρχεται στη γη (για να ενωθεί με το σώμα), που είναι ο πνευματικός θάνατος.
Δια του Αιγόκερω, της ‘πύλης των θεών’ η ψυχή ξανανεβαίνει στον ουρανό.” (Ε.Β. Στράιτον, Το Ουράνιο Πλοίο του Βορρά, Τόμ. II, σελ. 206.)
Στο ζωδιακό της Τεντύρας το ζώδιο του Καρκίνου παριστάνεται σαν ένα σκαθάρι που στην Αίγυπτο ονομάζεται σκαραβαίος.
Η λέξη “σκαραβαίος” σημαίνει “μονογενής”· αντιπροσωπεύει συνεπώς τη γέννηση στην ενσάρκωση, ή αναφορικά με το ζηλωτή τη νέα γέννηση.
Ο μήνας Ιούνιος στην αρχαία Αίγυπτο ονομαζόταν “μεόρε”, που σημαίνει πάλι “επαναγέννηση” κι έτσι το ζώδιο και το όνομα, διατηρούν σταθερά τη σκέψη της λήψης μορφής και της έλευσης σε φυσική ενσάρκωση.
Σ’ έναν αρχαίο ζωδιακό της Ινδίας, που χρονολογείται στο 400 π.Χ. περίπου, το ζώδιο παριστάνεται πάλι από ένα σκαθάρι.
Οι Κινέζοι ονόμαζαν αυτό το ζώδιο “κόκκινο πουλί”, γιατί το κόκκινο είναι σύμβολο της επιθυμίας και το πουλί είναι σύμβολο εκείνου που αστράφτει σε ενσάρκωση και της εμφάνισης σε χρόνο και χώρο.
Το πουλί εμφανίζεται πολύ συχνά στο ζωδιακό και στους αρχαίους μύθους το Χάμσα, το πουλί της Ινδικής παράδοσης, “το εκτός χρόνου και χώρου πουλί”, εκπροσωπεί εξίσου την εκδήλωση του Θεού και του ανθρώπου.
Απο το σκοτάδι το πουλί αστράφτει και πετά διασχίζοντας τον ορίζοντα στο φως της μέρας και πάλι εξαφανίζεται στο σκοτάδι.
Ο κάβουρας ζει μισός στη γη και μισός στο νερό. Είναι λοιπόν τo ζώδιο της ψυχής που κατοικεί στο φυσικό σώμα, αλλά ζει κυρίως στο νερό που συμβολίζει τη συναισθηματική, αισθαντική φύση.
Εξωτερικά ο Καρκίνος κυβερνάται από τη σελήνη η οποία είναι πάντα η μητέρα της μορφής, ελέγχοντας τα νερά και τις παλίρροιες.
Επομένως σ’ αυτό το ζώδιο κυριαρχεί η μορφή και συνιστά εμπόδιο.
Ο κάβουρας χτίζει το σπίτι του ή το κέλυφος και το μεταφέρει στη ράχη του και οι άνθρωποι που γεννήθηκαν σ’ αυτό το ζώδιο έχουν πάντα συνείδηση εκείνου που δόμησαν· είναι συνήθως υπερευαίσθητοι, ευσυγκίνητοι και φροντίζουν πάντα να κρύβονται.
Ο Καρκίνος είναι τόσο ευαίσθητος, ώστε είναι δύσκολο να τον χειρισθείς και τόσο άπιαστος και μερικές φορές τόσο αόριστος, ώστε είναι δύσκολο να τον καταλάβεις ή να τον εντοπίσεις.